- ἀγγελιαφόρῳ
- ἀγγελιᾱφόρῳ , ἀγγελιαφόροςmessengermasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγγελιαφορώ — ἀγγελιαφορῶ έω (Μ) [ἀγγελιαφόρος] είμαι αγγελιαφόρος, μεταφέρω μηνύματα … Dictionary of Greek